ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΙ ΤΗΣ ΥΛΗΣ: ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΗ
ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ.
∆ΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΓΕΝΙΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ.
Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΩΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ.
Με μεγάλη χαρά δέχθηκα την πρόταση της Τατιάνας Αβέρωφ και του Σωτήρη Ιωάννου να ξαναδημιουργήσουμε από κοινού, έργα, εικαστικές δράσεις και εκθέσεις στο Μέτσοβο. Η πρώτη μας γνωριμία και συνεργασία, μετά από πρόταση της συναδέλφου και φίλης μου Όλγας Μετζαφού-Πολύζου, σημαντικής συνεργάτιδας της Πινακοθήκης Αβέρωφ, ήταν το 2002 με την έκθεση “Διαγράφοντας το σήμερα το αύριο το χθες, Σύγχρονοι έλληνες καλλιτέχνες, Αφιέρωμα στον νομό Ιωαννίνων”. Αξιολογώντας την συγκεκριμένη έκθεση με την απόσταση των 15 ετών, μπορώ να καταλήξω, χωρίς υπερβολή, πως υπήρξε μία πολύ σημαντική στιγμή για την καταγραφή και την ιστορία της σύγχρονης ελληνικής τέχνης του νέου αιώνα. Η ευσυνειδησία, η οργάνωση, αλλά κυρίως η αγάπη για την τέχνη και τον τόπο τους, καθώς και η επίγνωση του παιδευτικού ρόλου του μουσείου τους, κάνουν τους υπεύθυνους της Πινακοθήκης Αβέρωφ να προσφέρουν εκθέσεις και δραστηριότητες που ξεχωρίζουν με την ποιότητα, αλλά μερικές φορές γράφουν και ιστορία.
Η συγκεκριμένη έκθεση του 2002 είναι μια τέτοια περίπτωση. Η σκέψη τους ήταν να καλέσουν, να φιλοξενήσουν στο Μέτσοβο, σύγχρονους έλληνες καλλιτέχνες, να τους ξεναγήσουν στο νομό Ιωαννίνων, να τους δώσουν τη δυνατότητα να επηρεαστούν, να εμπνευστούν και με την άνεση ενός ολόκληρου χρόνου να δημιουργήσουν τα έργα τους και να τα εκθέσουν στον τόπο. Η μεγαλύτερη προσφορά και το ενδιαφέρον όμως της έκθεσης ήταν το περιεχόμενο και η επιλογή των καλλιτεχνών. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα της εποχής μας, εκτίθενται έργα 51 σύγχρονων καλλιτεχνών από το δυναμικό της χώρας μας, από όλα τα μέσα, τα είδη, τις τάσεις και τις τεχνικές. Σημαντικοί καλλιτέχνες, 25 έως 55 ετών συναντώνται, συνεκθέτουν και παρουσιάζουν έργα όλων των ειδών, όλων των μέσων και των τάσεων, από ζωγραφική, γλυπτική, βίντεο, εγκαταστάσεις, φωτογραφίες, επιτοίχια, φωτεινά κουτιά, περιβάλλοντα, animations, με εξαιρετικές συνθήκες οργάνωσης και δημιουργίας. Η έκθεση αυτή πρόσφερε στο γύρισμα του 21ου αιώνα, μία καταγραφή της πολυμορφίας τμήματος του σύγχρονου ελληνικού εικαστικού δυναμικού, με πρόφαση το θέμα, τον τόπο, και κριτήριο την ποιότητα. Ήταν η πρώτη φορά που έγινε, ενώ ακολούθησε το ΕΜΣΤ, το 2007, με την σημαντική έκθεση “Σε ενεστώτα χρόνο-Νέοι έλληνες καλλιτέχνες”, με 34 νέους καλλιτέχνες.
Εκ νέου, στην καινούργια μας έκθεση, η συνάντηση των τριών καλλιτεχνών, βασίζεται στην ποιότητα και την πρωτότυπη προσωπική διάσταση της δημιουργίας τους. Ο τίτλος της έκθεσης “Δημιουργικές Συναντήσεις 2017 – Μιχάλης Κατζουράκης, Πέγκυ Κλιάφα, Βασίλης Γεροδήμος – Μεταμορφώσεις της ύλης”, εξηγεί όλο της το περιεχόμενο.
Στα πλαίσια του θεσμού της Πινακοθήκης Αβέρωφ “Δημιουργικές συναντήσεις”, οργανώνεται η συνομιλία και η συνύπαρξη τριών καλλιτεχνών, διαφορετικών γενιών, που όμως τους ενώνει η ιδιαίτερη, προσωπική, πρωτότυπη, επιλεκτική χρήση της ύλης στο έργο τους.
Οι “Δημιουργικές συναντήσεις” έχουν παρελθόν, διάρκεια και συνέχεια, ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1995, όπου στην πρώτη έκθεση συμμετείχε ο Μιχάλης Κατζουράκης. Η φετινή διοργάνωση περιλαμβάνει δύο σκέλη. Από τη μία δημιουργούνται ειδικά για το Ίδρυμα και την Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, τρία έργα μνημειακών διαστάσεων, που κατασκευάζονται για μόνιμη εγκατάσταση στην βουνοπλαγιά του Γινιέτς και συνομιλούν με το ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον του αμπελώνα. Τα έργα διαπραγματεύονται τις έννοιες Φόβος, Όραμα, Ελπίδα, με διαφορετικές αφετηρίες και ενδιαφέρουσες αισθητικές και εννοιολογικές καταλήξεις. Παράλληλα, στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, παρουσιάζονται τρεις εκθέσεις με έργα των τριών καλλιτεχνών.
Η επιλογή των τριών καλλιτεχνών έγινε με γνώμονα την ποιότητα και την πρωτοτυπία της προσωπικής γραφής, σε σχέση με την συγγένεια ως προς τη χρήση της ύλης, ως κυρίαρχης ιδέας, τόσο σε εννοιολογικό επίπεδο όσο και σε μορφοπλαστικό. Δεδομένου πως ο πρώτος καλλιτέχνης της νέας συνάντησης ήταν ο Μιχάλης Κατζουράκης, προσπαθήσαμε να συνδέσουμε καλλιτέχνες με κοινά στοιχεία, καθώς και καλλιτέχνες από νεότερες γενιές σε μία προσπάθεια παρατήρησης της εξελικτικής πορείας της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, με κριτήριο την προσωπική χρήση και οικειοποίηση των διαφόρων υλικών.
Χρήσιμη είναι μία μικρή αναφορά στην μετάβαση και την πορεία στην μεταπολεμική ελληνική τέχνη από τη ζωγραφική στις τρεις διαστάσεις, στο ανάγλυφο και την ενσωμάτωση υλικών και αντικειμένων, καθώς και η αναδιάταξη της σχέσης μορφής και περιεχομένου με την ανάδειξη της ποιητικής των μικρών και καθημερινών πραγμάτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο παρουσιάστηκαν, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, μια σειρά από έργα στα οποία ο πειραματισμός με τα υλικά οδήγησε σε νέα αφηγηματικά πεδία και σε νέες πλαστικές αναζητήσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις Συναρμογές του Pablo Picasso, τις ντανταϊστικές προτάσεις αντιτέχνης, τα Ready–made του Marcel Duchamp, καθώς και τις δημιουργίες των καλλιτεχνών του γαλλικού κινήματος του Nouveau Réalisme, της ιταλικής Arte povera, του Μινιμαλισμού, της Εννοιολογικής τέχνης. Ο γαλλικός Νέος Ρεαλισμός του Pierre Restany, προτείνει έναν νέο μοντερνισμό, όπου η καλλιτεχνική δημιουργία αναδεικνύει μία ποιητική διάσταση στην αστική ύπαρξη, στην καθημερινότητα της ζωής, αναβαθμίζοντας την κατανάλωση της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, της τεχνολογίας και των υλικών. Γεγονός παραμένει πως σε πολλές περιπτώσεις στην ιστορία της τέχνης του 20ου αιώνα, η επιλογή των υλικών εκ μέρους των καλλιτεχνών έχει γίνει με τέτοιον τρόπο, επεκτείνοντας την ιδέα της εικαστικής δημιουργίας ή χρήζοντας το υλικό σε κυρίαρχο συστατικό της ή ακόμη ανακηρύσσοντας το ίδιο το αντικείμενο σε έργο τέχνης, όπως ο επαναστάτης Marcel Duchamp.
Η στιγμή εμφάνισης του όλου προβληματισμού στα ελληνικά εικαστικά πράγματα τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία αρκετοί καλλιτέχνες ενέταξαν στο έργο τους το ζήτημα της υλικότητας και του αντικειμένου, προσθέτοντας μια καίριας σημασίας συνισταμένη στον τοπικό καλλιτεχνικό ορίζοντα. Σημαδιακή στιγμή της σύγχρονης ελληνικής τέχνης η ιστορική έκθεση του Pierre Restany με τίτλο “Τρείς Προτάσεις για μια Νέα Ελληνική Γλυπτική” στο Θέατρο Fenice, στα πλαίσια της Μπιενάλε της Βενετίας του 1964, με τρεις σημαντικούς καλλιτέχνες της γενιάς του 1960, τους Δανιήλ, Κανιάρη, Κεσσανλή που συμμετείχαν. Πολλοί είναι οι γνήσιοι εκπρόσωποι της γενιάς του ’60 που επιλέγουν το υλικό τους και γίνεται σήμα κατατεθέν.1
Η προσήλωση στα υλικά και η πρωτότυπη, προσωπική ανακάλυψη στοιχείων συνεχίζεται σε αξιόλογους εκπροσώπους της γενιάς του 1970, οι οποίοι ασχολήθηκαν σε βάθος, ενέταξαν τα υλικά και τα αντικείμενα στο έργο τους ως κυρίαρχα συστατικά, με αυθεντικές, προσωπικές προτάσεις, όπως οι Δημητρέας, Μιχάλης Κατζουράκης, Μπουτέας, Παπασπύρου, Στασινοπούλου, Διοχάντη, Μπονάτσος και άλλοι. Πολλοί καλλιτέχνες της γενιάς του ’80, του ’90 και του 2000, συνεχίζουν στην επεξεργασία και την ανάδειξη της ύλης ως κυρίαρχης ιδέας και η αφήγηση γίνεται αποκλειστικά μέσα από τα επιλεγμένα υλικά τους, τα μέσα, αλλά και τις διαδικασίες παραγωγής. Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιους καλλιτέχνες με πολύ προσωπικές επιλογές ως προς τα υλικά τους, της γενιάς του ’80, όπως οι Βούσουρας, Διβάρης, Σκούρτης, Μ. Σπηλιόπουλος, Τσακίρης, Τρανός, Χαραλάμπους, Χαρβαλιάς, Χατζηαργυρού κ.α., αλλά και του ’90, όπως οι Γυπαράκης, Καρατζά, Μακαρούνας, Ανδρέας Σάββα, Κρίτων Παπαδόπουλος, Πατσουράκης, Χανδρής, Ψυχούλης, ή του 2000-2010, όπως οι Ζαφειρόπουλος, Καμάρης, Κλιάφα, Λεωνίδας Παπαδόπουλος, Σγουρομύτη, Χατζηανδρέου, Χριστόπουλος και τόσοι άλλοι.2
Σε αυτή τη σύντομη και δειγματοληπτική ιστορική διαδρομή της χρήσης της ύλης ως κυρίαρχης ιδέας από τους καλλιτέχνες, η αφήγηση πραγματώνεται μέσα από ποικίλα υλικά και αυτούσια αντικείμενα, αναγνωρίσιμα για κάθε καλλιτέχνη, όπως τα ρούχα ή το γύψο του Κανιάρη, τα χαρτόκουτα ή τη λινάτσα του Δανιήλ, τα πανιά του Νίκου, τα χαρτάκια, τις affiches massicotées του Παύλου, τα μανταλάκια του Καραχάλιου, ή τα αυτούσια ξύλινα ή μεταλλικά αντικείμενα του Βασίλη Σκυλάκου. Στην πορεία των δεκαετιών τα επιλεγμένα υλικά, αναγνωρίσιμα και κατοχυρωμένα διευρύνονται, κι έτσι έχουμε ρούχα, γύψο, λινάτσα, χαρτόκουτα, χαρτάκια, μανταλάκια, τμήματα παραθύρων, παντζούρια, τσιμέντο, αποτοιχισμένες επιφάνειες, δίσκους, ξύλινα κουτιά, λιωμένα πλαστικά, λαμαρίνες, πλέγματα, κονσέρβες, ρητίνες, πολυστερίνες, σίδερα, κόκαλα, βαλσαμωμένες κότες, κουβέρτες πολεμικού ναυτικού, μαξιλάρια, ξύλα, δίσκους, τζάμια, άχυρα, αποκολλημένα κείμενα βιβλίου, στάχτη, πλεξιγκλάς, καλώδια, κορδόνια, κλαδιά, συσκευασίες χαπιών και άλλα. Τα έργα προτείνουν και αναπτύσσουν μία αφήγηση με νύξεις με κοινωνικό, πολιτικό και ποικίλο αισθητικό υπόβαθρο. Η επιλογή των μέσων επίσης εκτείνεται από επιτοίχια, εγκαταστάσεις, βίντεο, γλυπτά, κατασκευές, φωτεινά κουτιά και αυθεντικά ready made, στοιχεία που αντανακλούν το στοιχείο της πολυμορφίας της σύγχρονης τέχνης.
Για τα έργα στον αμπελώνα οι τρεις καλλιτέχνες παρατηρούν, μελετούν, τεκμηριώνουν, σεβόμενοι την περιοχή, την παράδοση και την ιστορία της, στοιχεία και διαδικασίες που αποτελούν τη βάση της δημιουργίας τους.
Η απαρχή της σκέψης για τη δημιουργία των τριών έργων στον αμπελώνα είναι το έργο του Μιχάλη Κατζουράκη, στα πλαίσια της έκθεσης με τίτλο “Το Σκιάχτρο” που οργανώθηκε το 2006, σε επιμέλεια της Όλγας Δανιηλοπούλου.
Το έργο του Κατζουράκη με τίτλο “Τσιακατούρα” αποτελούσε μία λεπτή κατασκευή από χαλύβδινους σωλήνες 5μ. ύψος και πολλά CD. Το έργο διαπραγματεύονταν την έννοια του Φόβου, με λεπτότητα, υπονοώντας τον τρόμο που προκαλούσαν στα πουλιά οι αντανακλάσεις των CD με το φως στη φύση. Το έργο αναδημιουργήθηκε με κυκλικά μεταλλικά στοιχεία που αντικατέστησαν τα CD, λόγω της φθοράς τους στο χρόνο και την έκθεση σε εξωτερικό χώρο. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο, πρωτότυπο “περιβάλλον”, στο εσωτερικό του οποίου ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί, να ενσωματωθεί και να αποτελέσει μέρος του.3
Το έργο της Πέγκυς Κλιάφα που φτιάχτηκε ειδικά για την έκθεση, έχει τίτλο “Templo or Fear, Vision, Hope”. Η έμπνευση της καλλιτέχνιδος προέρχεται από την παρατήρηση πως κυρίως στο τέμπλο και σε άλλα μέρη των εκκλησιών, παρουσιάζονται αμπέλια, κληματαριές, συμβολίζοντας την σημασία της αμπέλου και του οίνου στην θρησκεία, τόσο στο χριστιανισμό, όσο και στον Βάκχο και τον Διόνυσο. Η καλλιτέχνης επικεντρώνει στη θεοποίηση της Αμπέλου και στη ρήση του Χριστού “Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα”.
Η επιλογή έρχεται λόγω του site specific γλυπτού-εγκατάστασης σε διάλογο με έναν σύγχρονο αμπελώνα. Το τοπίο του αμπελώνα στο Μέτσοβο με το αχανές περιβάλλον είναι συγκλονιστικό και η Πέγκυ το συνδέει με την ισχυρή παράδοση και τη θρησκεία. Το έργο είναι μία γλυπτική εγκατάσταση, τριών επιπέδων σε ύψος που αποτελείται από σιδερόβεργες οπλισμού που χρησιμοποιούνται στις οικοδομές -ράβδους stahl- σύρματα και φύλλα αλουμινίου.
Η οριζόντια κατασκευή, είναι διαστάσεων περίπου 4 μ ύψος επί 7 πλάτος και 2 βάθος. Η λεπτή κατασκευή στο κέντρο δημιουργεί μία αψίδα ως είσοδο. Οι διαφορετικών διαστάσεων επιφάνειες αλουμινίου ως καθρέφτες, δημιουργούν ένα παιχνίδισμα με τις αντανακλάσεις των αμπελιών, ενσωματώνοντας με απλό τρόπο το φυτικό περιβάλλον στο έργο. Πολλές είναι οι επιδράσεις και οι εξαρτήσεις στις μορφές, τόσο από τον μοντερνισμό, την αφαίρεση και τον μινιμαλισμό, όσο και από την φιλοσοφία, τον Πλάτωνα και την προτροπή στο θεατή για ενδοσκόπηση και αυτογνωσία με την χρήση του αλουμινίου που λειτουργεί ως καθρέφτης και ενσωμάτωση της εικόνας της φύσης και του θεατή στο γλυπτό.
Το έργο καταφέρνει και συνδιαλέγεται και με τις τρεις προτεινόμενες έννοιες. Η αναφορά στη θρησκεία παραπέμπει ταυτόχρονα και στο Φόβο και στο Όραμα και στην Ελπίδα. Το μεταλλικό τέμπλο είναι επίσης “περιβάλλον” το οποίο ενεργοποιεί ο θεατής με την παρουσία του και την δυνατότητα περιήγησης στο εσωτερικό του, μιας και δεν είναι άβατο.
Το τρίτο γλυπτό του αμπελώνα ανατέθηκε στον νεότερο καλλιτέχνη της “συνάντησης” τον Βασίλη Γεροδήμο. Ο Γεροδήμος είναι ένας καλλιτέχνης με πολύ συνέπεια και προσωπική γραφή στο έργο του, όπως αρκετοί νέοι έλληνες καλλιτέχνες, ταυτόχρονα όμως έχει το χαρακτηριστικό πως είναι κι ένας αξιόλογος τεχνίτης με δυνατότητες πολύπλοκων και απαιτητικών κατασκευών. Σίγουρα οι δυνατότητες αυτές έχουν να κάνουν με τις σπουδές του. Ο Βασίλης αρχικά σπούδασε γλυπτική στην Σχολή Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου (2002-2005), απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα. Στην συνέχεια φοίτησε στην ΑΣΚΤ, στο εργαστήριο του σπουδαίου, πρωτοποριακού καλλιτέχνη και δάσκαλου, Γιώργου Λάππα (2005-2010).
Τον διακρίνει η συστηματικότητα, η έρευνα και η μελέτη των ειδικών απαιτήσεων κάθε έργου για τα site specific και in situ έργα που συχνά κατασκευάζει, εστιάζοντας στην ιστορία και τις μορφές των συγκεκριμένων χώρων. Επισκέφτηκε μόνος και με συνεργάτες πολλές φορές την περιοχή, προκειμένου να καταλήξει στη δημιουργία του. Επέλεξε το σημείο, κοντά σε ένα υπάρχον αγροτικό κτίσμα. Το γλυπτό του στον αμπελώνα είναι ένα φυλάκιο, που αναφέρεται στον “δραγάτη”, τον αγροφύλακα που φυλάει, προστατεύει έναν θησαυρό, την αγροτική παραγωγή από τα ζώα, από ζωοκλοπές, έχοντας τη δυνατότητα της αφ΄υψηλού θέασης, είναι η δραγασιά, το παρατηρητήριο του δραγάτη, παρατηρώντας την ερημιά του. Ο όρος δραγάτης είναι αρχαιοελληνικός από επιγραφή του 220 π.Χ. που αναφέρεται στα σύνορα Μακεδονίας-Θεσσαλίας. Αποκαλύπτει πως η αγροτική ασφάλεια επιτυγχάνεται από τους αγροφύλακες δραγάτες, ντραγάτες ή και ντραγαταραίους. Ειδικά για τα αμπέλια όπου επικεντρώνεται ο καλλιτέχνης, μαθαίνει πως οι δραγάτες φυλάσσουν την καλοκαιρινή παραγωγή, την περίοδο της συγκομιδής και του τρύγου. Οι αγροφύλακες αυτοί γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια τα σύνορα των χωραφιών, τους ιδιοκτήτες, τις καλλιέργειες, τις στρεμματικές εκτάσεις και όλα τα σχετικά.
Ο Βασίλης στην διαδικασία δημιουργίας του, καταγράφει αυτό που βλέπει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η απεραντοσύνη του τοπίου, τον ωθεί στο να εποπτεύσει το τοπίο από ψηλά. Τον ενδιαφέρει η σχέση του καλλιεργητή και του τοπίου. Κατασκευάζει μια αφήγηση μέσα και από την ιστορία, την ταυτότητα και την παράδοση. Με έμπνευση από το χώρο καταλήγει να κατασκευάσει ένα ενδιαφέρον μεταλλικό παρατηρητήριο, 12μ. ύψος το οποίο λόγω των δυσκολιών του τόπου, κατασκευάζει σταδιακά και εξελικτικά από κάτω και προχωρώντας προς τα πάνω, όχι από έξω, αλλά από μέσα. Μια λεπτή κατασκευή με έξι κολόνες σωλήνες που συνδέονται μεταξύ τους ενώ ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Δημιουργείται ένα υψηλό παρατηρητήριο για τον “δραγάτη” με τίτλο “Δραγασιά”, που όμως δεν μπορεί να προσεγγίσει ο επισκέπτης. Το μεταλλικό γαλβανιζέ στοιχείο των σωλήνων στέφεται στο άνω μέρος με ανθεκτικούς μαύρους σωλήνες ποτίσματος πολυαιθυλενίου και ως συνδετικό στοιχείο έχει μαύρα σκοινιά βυθού προπυλενίου. Το γλυπτό, ασημί μεταλλικό στη βάση, προς τα πάνω γίνεται μαύρο. Στο σημείο του δραγάτη δημιουργείται ένα οριζόντιο φυλάκιο 3 μ., ενώ η όλη κατασκευή μοιάζει με σχέδιο από μολύβι, όπως το γρήγορο σκίτσο που έφτιαξε στο γραφείο μου, όταν αρχικά συζητάγαμε για την έκθεση και τη δημιουργία του έργου. Επίσης το έργο αυτό εμπεριέχει και τις τρεις έννοιες της προστασίας, της ανάπτυξης, αλλά και της απειλής, για το λόγο αυτό παραπέμπει τόσο στο Όραμα και την Ελπίδα, όσο και στον Φόβο.
Η επίσκεψη του Β. Γεροδήμου από τα Τζουμέρκα, όπου βρισκόταν με την οικογένειά του στο Μέτσοβο, προκειμένου να δει και να εμπνευστεί από το τοπίο για τη δημιουργία του νέου site specific και in situ έργου στον αμπελώνα, σε πιεστικά χρονικά πλαίσια ήταν η απαρχή της έμπνευσης. Το έργο, όπως πάντα συνομιλεί με τη φύση και το χώρο, αλλά για τη δημιουργία του ο καλλιτέχνης ερευνά την ιστορία της περιοχής, την ταυτότητα, τη σχέση μεταξύ του δομημένου περιβάλλοντος και των κατοίκων, την καθημερινή ζωή στο σήμερα. Ο ίδιος σημειώνει “Καταγράφεται μόνο αυτό που φαίνεται”, “Το μέγεθος του χώρου με βάζει σε διαδικασία να θέλω να τον διαβάσω όλο από ψηλά… κατοικώ εκεί… εποπτεύω το τοπίο…”. Τελικά, ο χαρακτήρας του τοπίου, η ανάγκη για προστασία των αγρών, οι συνήθειες, η θέα από ψηλά στο απέραντο, μαγευτικό τοπίο του αμπελώνα τον οδηγούν στη δημιουργία του συγκεκριμένου έργου-φυλακίου.
Η νέα αυτή πρωτοβουλία της Πινακοθήκης Αβέρωφ για δημιουργία έργων υψηλών προδιαγραφών, site specific, και εγκατάσταση σε ένα αχανές περιβάλλον στον αμπελώνα, εύχομαι να συνεχιστεί στο μέλλον και να ανθίσει ο τόπος από σημαντικά έργα σύγχρονων ελλήνων καλλιτεχνών, ως ένα υπαίθριο jardin des sculptures με μεγάλους θησαυρούς και μέσω της τεχνολογίας, να δίδεται η δυνατότητα παρατήρησης των έργων από διάφορα σημεία και από μακριά.
Οι τρεις εκθέσεις στην Πινακοθήκη παρουσιάζουν πολύ αντιπροσωπευτικά έργα κάθε καλλιτέχνη. Ο Μιχάλης Κατζουράκης (1933) παρουσιάζει μία επιλεκτική και αντιπροσωπευτική αναδρομική έκθεση. Η έκθεση περιλαμβάνει 48 περίπου έργα, που διατρέχουν όλη την εξέλιξη της δημιουργίας του πρωτοποριακού καλλιτέχνη, κατά ενότητες, από το 1950 μέχρι σήμερα. Τα έργα του Μ. Κατζουράκη, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ξεκινούν από κάποιο οπτικό ερέθισμα, κι αποτελούν πάντα αναφορά στο περιβάλλον. Στη συνέχεια η πρόθεση του δημιουργού αφορά την απόδοση του αφηρημένου και του γεωμετρικού περιβάλλοντος. Σε όλη την εξέλιξη του έργου του παρατηρούμε μία μινιμαλιστική, γεωμετρική έρευνα που προτάσσει την αίσθηση της υφής του υλικού και της ανάγλυφης απτικής υπόστασης της σύνθεσης.
Η Πέγκυ Κλιάφα (1967) και ο Βασίλης Γεροδήμος (1977), παρουσιάζουν από 10 αντιπροσωπευτικά έργα, της παραγωγής τους των τελευταίων ετών, αφ’ ότου αποφοίτησαν από την ΑΣΚΤ. Η Π. Κλιάφα αιφνιδιάζει ευχάριστα με την ιδιαίτερη χρήση, ως βάση των έργων της, των χαπιών και των συσκευασιών τους. Ο Β. Γεροδήμος ξαφνιάζει με την επιλεκτική και μελετημένη ένωση αντίθετων υλικών. Τα έργα τους εκτός από το εννοιολογικό πλαίσιο εντυπωσιάζουν και σε επίπεδο τεχνικής αρτιότητας, μορφής και αισθητικής ολοκλήρωσης.
Η έκθεση του Κατζουράκη στη μεγάλη αίθουσα της Πινακοθήκης ξεκινά με μία μικρή ελαιογραφία σε ξύλο, (23 x 20 εκ. περίπου), μία “Αυτοπροσωπογραφία”, του 1950, που παρουσιάζει μετωπικά τον ίδιο σε ηλικία 17 ετών, αρκετά σοβαρό και σκεπτικό, όπως είναι πάντα ακόμη και σήμερα, μετά από 67 χρόνια. Ακολουθούν δύο εξαιρετικά πορτραίτα της συζύγου του Αγνής, επίσης λάδια σε ξύλο, έργα του 1953 και 1954. Η ίδια Αγνή, σεμνή, διακριτική και σκεπτόμενη. Η ομορφιά της νιότης σε άψογη, ήρεμη αναπαράσταση, τόσο εικονογραφικά, όσο και τεχνικά.
Η έκθεση στον μεγάλο τοίχο της αιθούσης ξεκινά με ένα σημαδιακό έργο, παστέλ και τέμπερα σε χαρτί. Το έργο, με τίτλο “Paris A”, αν και της ίδιας εποχής, του 1954, παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί προτάσσει ένα στοιχείο που χαρακτηρίζει όλη την καλλιτεχνική πορεία του. Ενώ μοιάζει με αφαιρετική, γεωμετρική σύνθεση, προέρχεται από ένα οπτικό ερέθισμα από κάποιο συγκεκριμένο σημείο στο Παρίσι, το οποίο και αναπαριστά. Προσπαθήσαμε, παρά τις δεσμεύσεις του χώρου και της συλλογής, να συμπεριλάβουμε έργα από όλες σχεδόν τις ενότητες και τους σταθμούς της τέχνης του εξελικτικά.
Ακολουθεί μία σχετικά άγνωστη ενότητα έργων του 1963-1964, μεγάλο μέρος της οποίας είχε δείξει στην προτελευταία του ατομική έκθεση στη Γκαλερί Καππάτος, το 2015. Πρόκειται για ακρυλικά σε μουσαμά, σε πανί ή σε ξύλο, με θέματα, νεκρές φύσεις από την Ουρανούπολη, κορμούς δέντρων, κυρίως ροδιές, σε μία έντονα εξπρεσιονιστική απόδοση με άφθονο χρώμα, γρήγορη εκτέλεση και δυναμικές φόρμες, με κοίλες επιφάνειες και όγκους. Η αίσθηση είναι πως πρόκειται για αφηρημένες συνθέσεις, ενώ πρόκειται για συγκεκριμένες όψεις και συνθέσεις με “τραύματα” κορμών δέντρων.
Ακολουθούν χρονολογικά, έργα, σχετικά μεγάλων διαστάσεων, τετράγωνα, από το 1967-1968 με έντονα χρώματα με παράθεση οριζόντιων γραμμών, ενοποιημένων σε γεωμετρικά τετράγωνα, όψεις από ένα περίπτερο στο Σύνταγμα και ράχες βιβλίων. Ακολουθούν ενότητες της ίδιας γεωμετρικής αντίληψης, με πιο απαλά χρώματα, του 1970 και 1980, καθώς και γκρίζα ή σκούρα έργα του 1990 και 2000 από το μετρό Στάλινγκραντ στο Παρίσι, με διάφορα υλικά και επιφάνειες αλουμινίου.
Στον απέναντι από την είσοδο τοίχο δημιουργείται μία αρμονική σύνθεση με ανάγλυφα έργα μικρών διαστάσεων, από το 2010 έως το 2017, με ποικίλα υλικά και διαφόρων χρωμάτων γυαλιά, ένας τύπος από τα γνωστά του “Παράθυρα”, συνήθως “Windows”, τα οποία επανέρχονται με ποικίλα υλικά. Δίπλα ένα μοναδικό έργο μεγάλων διαστάσεων (180Χ153Χ7) το “Broken glass”, με πληθώρα υλικών, άσφαλτο και πριονίδι σε καραβόπανο, ακρυλικό, πολυεστέρα γυαλιά και φωτάκια.
Στον δεύτερο μεγάλο τοίχο, έχουμε αντιπροσωπευτικά έργα διαφόρων ενοτήτων από το 2003 έως το 2008 , από τα “Cochin”, “Vondolas”, “Ovostem” (ήτοι Μέτσοβο) και κλασσικά τυπώματα από “Windows”, του 2007. Συχνά η παιγνιώδης, διανοητική διάθεση του καλλιτέχνη ενσωματώνεται αρμονικά κι αβίαστα στο έργο του, όπως τα έργα “Ovostem”, όπου τυπώνει εικόνες από την περιοχή του Μετσόβου σε μουσαμά και τις επεξεργάζεται με λάδι. Ο τίτλος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η λέξη Μέτσοβο με λατινικούς χαρακτήρες και γραμμένη ανάποδα.
Ο Κατζουράκης έχει δημιουργήσει πολλά γλυπτά, γλυπτά μεγάλων διαστάσεων, κατασκευές in situ και site specific έργα, με ανοξείδωτο χάλυβα, όπως τα έργα, “Incontri” του 1997 για τη Βενετία, το “Sinandisi” το 2000, στο Ψυχικό, στην πλατεία μπροστά από το ίδρυμα Ερευνών, ύψους 13 μ. και το “V”στο Θησείο, 9,50 μ. ύψος, για την μεγάλη έκθεση “Αθήνα by Art”, της AICA με το Δήμο Αθηναίων, το 2004. Έτσι, στο κέντρο της αιθούσης, εκτίθενται τέσσερα χαρακτηριστικά σύνολα γλυπτών, σχετικά μικρών διαστάσεων, εκτελεσμένα από το 2002 έως το 2012. Χαρακτηριστικό του καλλιτέχνη είναι να επανέρχεται και να ανακατασκευάζει παλαιότερα έργα, για το λόγο αυτό προσπαθήσαμε στις λεζάντες, όλων των έργων να σημειώσουμε και τις δύο χρονολογίες και της αρχικής και του συγκεκριμένου έργου. Το μεταλλικό, με γαλβανιζέ πλέγμα και ανοξείδωτη σήτα, “Polonnaruwa II”, του 1996, θυμίζει το έργο του Ψυχικού. Ακολουθούν διάφορες εκδοχές του έργου “GT” του 2002, από ξύλο βαμμένο λευκό, σε διάφορα γεωμετρικά, οξυκόρυφα σχήματα. Το κατακόκκινο “Group 66 B”, του 2012, από αλουμίνιο βαμμένο, παρουσιάζει μία σφαίρα σε φέτες. Τέλος, το “Boxmirror”, του 2008, λαμπυρίζει με τα διάφορα υλικά και το παιχνίδισμα και τις αντανακλάσεις των καθρεφτών. Τα γλυπτά συνθέτουν στο κέντρο της αιθούσης ένα μικρό, αντιπροσωπευτικό δείγμα των έργων του στο χώρο.
Με την μικρή αλλά αντιπροσωπευτική αυτή παρουσίαση του έργου του Μ. Κατζουράκη στην εξέλιξή του, επί 67 χρόνια, αποδεικνύεται η αέναη κίνηση και ο συνδυασμός εννοιολογικού και οπτικού. Ξεκινά ως καλός ζωγράφος, και ουδέποτε αποδεσμεύεται από την αναπαράσταση και το οπτικό ερέθισμα, αν και η έρευνα και οι αναζητήσεις του κατευθύνονται προς την αφαίρεση, τον μινιμαλισμό, το γεωμετρικό στοιχείο και τον κονστρουκτιβισμό. Πάντα βρίσκεται στις προτιμήσεις του ο συνδυασμός από σχήματα με γραμμές οριζόντιες, κάθετες, διαγώνιες και μέσα από μια διανοητική επεξεργασία, καταλήγει σε αυστηρά, λιτά, ανάγλυφα επιπέδων. Αφορμή είναι η εικόνα και μετά έρχεται η έμπνευση που τον οδηγεί προς το αφαιρετικό.
Ένα άλλο στοιχείο, στην απαρχή της δημιουργίας του αποτελεί η παρατήρηση του αστικού τοπίου και της φύσης που συνοδεύεται όμως από συναίσθημα και έξαρση της φαντασίας. Με τη συστηματικότητα που τον διακρίνει καταγράφει και διατηρεί με αποτύπωση φωτογραφίας τα τυχαία οπτικά ερεθίσματα. Η διαφύλαξη των ερεθισμάτων και των οπτικών προκλήσεων από τα ταξίδια του σε όλο τον κόσμο τροφοδοτούν το έργο του που καταλήγει σε δημιουργίες με αναπάντεχους συνδυασμούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα “Windows” και γενικότερα τα παράθυρα από βιομηχανικό τοπίο ή υποβαθμισμένες περιοχές που επανέρχονται και μεταλλάσσονται με το πέρασμα του χρόνου με διαφορετικά μέσα και τεχνικές. Η παρατήρηση της φύσης, του αστικού τοπίου, τα βιώματα βρίσκονται στην απαρχή της δημιουργίας του. Στις εξπρεσιονιστικές “Ακακίες” του ’60, ο ίδιος ομολογεί πως πρόκειται για ακακίες που αντίκρισε στο Παλιό Ψυχικό.
Έντονη επίδραση δέχεται από την αμερικάνικη τέχνη του ’60, αλλά και από την ευρωπαϊκή λυρική αφαίρεση, ενώ ταιριάζει με κινήματα, όπως το γαλλικό Supports-Surfaces για την προσήλωση στα υλικά και στις ιδιότητές τους, μέσα από την δημιουργία οπτικών ερεθισμάτων. Σε όλη την εξέλιξη της δημιουργίας του τα υλικά παίζουν κυρίαρχο, πρωταρχικό ρόλο, καθώς και οι σχέσεις γεωμετρίας και μαθηματικών, με συνθέσεις που ακουμπούν σε στοιχεία στοιχειωδών δομών.
Στο έργο του διαφαίνεται η αλληλεπίδραση από την πολυετή επαγγελματική ενασχόλησή του με τις γραφιστικές τέχνες, τη βιομηχανική παραγωγή, το design και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό εσωτερικών χώρων.
Τα έργα της Πέγκυς Κλιάφα είναι πολύ αντιπροσωπευτικά και μοναδικά σε σχέση με τις ενότητες και τα είδη που έχει δημιουργήσει από το 2011, για την πτυχιακή της στην ΑΣΚΤ, έως σήμερα. Στην έκθεση αυτή των αποφοίτων γνώρισα το έργο της και την ίδια, εντυπωσιάστηκα από την καθαρότητα και την πρωτοτυπία, και έκτοτε έχουμε συνεργαστεί σε διάφορες εκθέσεις. Το Νοέμβριο του 2013, στην πρώτη ατομική της έκθεση με τίτλο “Pharmakon” στην Γκαλερί Καππάτος, έγραψα ένα εκτενές και αναλυτικό κείμενο για τα συγκεκριμένα έργα, παραγωγής 2011-2013, τα περισσότερα από τα οποία παρουσιάζονται στο Μέτσοβο. Για το λόγο αυτό θα επανέλθω σε διάφορες σκέψεις που διατύπωσα τότε.
Στα έργα της Πέγκυς Κλιάφα, η ιδέα, το εννοιολογικό πλαίσιο είναι κυρίαρχο με προεκτάσεις και αναλύσεις που θέτει η ίδια, ως προς το περιεχόμενο και τεχνική αρτιότητα που εκπλήσσει. Η ιδιαιτερότητα της τέχνης της έγκειται στο ότι η ίδια επιλέγει, ως βάση, ως συστατικό στοιχείο των έργων της, το χάπι ή το περιτύλιγμα, την συσκευασία του φαρμάκου. Με μονάδα το χάπι ή το ασημένιο περιτύλιγμα, το blister, συνθέτει εικόνες από μεταλλικούς τοίχους, vitraux γνωστών δυτικών καθεδρικών ναών, ταπετσαρίες, δαντέλες, ψηφιδωτά. Τα χάπια, σε διάφορα χρώματα και σχήματα και τα περιτυλίγματά τους, άλλοτε ανέπαφα κι άλλοτε χρησιμοποιημένα, ανοιγμένα, τσαλακωμένα, αναπτύσσονται σε γεωμετρικούς, επαναλαμβανόμενους σχηματισμούς. Το νέο αυτό υλικό, θα μπορούσαμε να πούμε πως, παίρνει τη θέση της πινελιάς, του χρώματος, του μολυβιού, του μετάλλου, του γυαλιού, της ψηφίδας, του νήματος. Η αυστηρή δομή, η απόλυτη συμμετρία, η άψογη εκτέλεση συντελούν στη δημιουργία μιας ψευδαισθησιακής εικόνας με πολλές προεκτάσεις και συνειρμούς. Σίγουρα το χάπι και το φάρμακο παραπέμπουν στον Hirst, αλλά τα έργα της Κλιάφα, έχουν προσωπική υπόσταση και καταλήγουν σε μία ευχάριστη ποιητική έκπληξη.
Το θέμα, το περιεχόμενο και το εικονογραφικό πλαίσιο, η καλλιτέχνης το εντοπίζει με έρευνα, μελέτη και τεκμηρίωση. Η Θρησκεία αποτελεί ένα θέμα που την απασχολεί και επανέρχεται, όπως είδαμε και για την δημιουργία της νέας εγκατάστασης στο αμπέλι. Η έννοια της Θρησκείας ή της Μεταφυσικής, είναι ένα θέμα που έχει επεξεργαστεί ως ενότητα και περιλαμβάνει έργα όπως τα “Vitraux” από συσκευασίες χαπιών ή το “Omphalio”, από πολύχρωμα χάπια. Τα “Vitraux” αποτελούν αναπαραγωγή των αντίστοιχων vitraux δυτικών εκκλησιών, όπως ο ρόδακας της έκθεσης, “Rose Window”, του 2011 προέρχεται από τον Καθεδρικό Ναό του Durham. Η καλλιτέχνης θεωρεί πως: “Τα βιτρώ είναι παράθυρα όπως το φάρμακο είναι ένα παράθυρο στον κόσμο από μόνο του, τόσο με την έννοια της διεξόδου από την αρρώστια και τον πόνο, όσο και με την έννοια μιας κοσμοθεωρίας”. Το “Omphalio”, επίσης έργο του 2011, έγχρωμο, γεωμετρικό ψηφιδωτό, με χρώματα, λευκό, κίτρινο, κοκκινωπό, πράσινο, πορτοκαλί, αναπαράγει το μωσαϊκό δάπεδο της Μονής Σαγματά στη Βοιωτία, με τετράγωνα, κύκλους, σπείρες, φυλλώματα.
Ένα βίντεο, αναπαριστά το εφήμερο της ύπαρξης και την διαδικασία διάλυσης στο νερό, ενός λευκού γλυπτού, συνοπτικά δοσμένου ανθρώπου, από αναβράζοντα δισκία, όπου η διαδικασία διάλυσης διαρκεί μόλις ελάχιστα δευτερόλεπτα. Τα έργα με ασημένια περιτυλίγματα χαπιών, όπως τα “Vitraux” εντυπωσιάζουν και ξεγελούν με την αρτιότητα της αναπαραστατικής τους πιστότητας, παρά την αντίθεση και τη δυσκολία της πρώτης ύλης. Επίσης, έργα, όπως το “Armory”, ένας τεράστιος ασημένιος τοίχος, με τα ίδια “ασυνεχή” υλικά, ξαφνιάζουν με τη δύναμη της μινιμαλιστικής διάστασης και την ένταση της λιτότητας της εννοιολογικής τους δύναμης.
Τα έργα “Bacteria”, του 2013, παρουσιάζουν μία συνέχεια, αλλά και μία ενδιαφέρουσα εξέλιξη σε επίπεδο μορφών και υλικού. Τα νέα έργα, εικονογραφικά, έχουν τη βάση τους στην βιολογία, στη θέαση εικόνων, σχημάτων στο μικροσκόπιο, από μεγεθυμένες αποικίες βακτηρίων, σε εντυπωσιακούς σχηματισμούς που μοιάζουν με υδρόβια φυτά, κοράλλια, μορφές του φυτικού βασιλείου, υδάτινες δίνες ή λαμπερούς σχηματισμούς σαν από νιφάδες χιονιού ή χάρτες. Οι τίτλοι τους “Bacteria”, μας προσγειώνουν ως προς την προέλευση και την ιδιότητά τους. Τα νέα αυτά σχήματα, όχι τόσο γεωμετρικά και αυστηρά, πιο ανάλαφρα, πιο ελεύθερα, πιο λυρικά, παίζουν με την αντίθεση της ομορφιάς τους και την πρόδηλη απειλή και το θάνατο της ιδιότητάς τους. Σε επίπεδο υλικού, επίσης υπάρχει ένα νέο στοιχείο, μιας και στα καινούργια έργα, η μονάδα δεν είναι τα χάπια ή οι άδειες συσκευασίες τους, αλλά μικρότερα, ανάλαφρα στοιχεία, που δεν είναι άλλο από τα μικρά ασημί χαρτάκια που καλύπτουν κάθε χάπι.
Ένα ακόμη πιο εντυπωσιακό και λαμπερό έργο είναι ο πολυέλαιος, ο “Chandelier ΙΙ”, της ενότητας “Placebo” που φέγγει και φωτίζει, όπως ένας πολυέλαιος, προσφέροντας με το φως ενέργεια. Νέα ανακάλυψη πρώτης ύλης για τον πολυέλαιο, είναι οι διαφανείς κάψουλες ζελατίνης, ζωικής προελεύσεως, πριν γεμιστούν με το φάρμακο. Για την κατασκευή του έργου χρησιμοποιήθηκαν 35.000 κάψουλες.
Σε όλες τις ενότητες, αλλά κυρίως στον πολυέλαιο ταιριάζει η ταύτιση με ένα simulacrum. Η τελειότητα της τεχνικής, της εφαρμογής και του αισθητικού αποτελέσματος καταλήγει σε ένα simulacrum, σε μία ψευδαισθησιακή εικόνα που η γοητεία της – όταν μάλιστα διαπιστώσει ο θεατής την υλική διάστασή της – ξεπερνά και δύναται να αντιπαρατεθεί στην ίδια την πραγματικότητα.
Το πιο πρόσφατο έργο της έκθεσης είναι το “CHANGE Pharmacy Cross”. Πρόκειται για έναν πραγματικό σταυρό φαρμακείου εξωτερικού χώρου. Αποτελείται από αλουμίνιο, πλεξιγκλάς και led φωτάκια. Ο σταυρός παρουσιάζεται σαν σύμβολο λύτρωσης, ενώ εντός τρέχει, κινείται ένα κείμενο που αναφέρεται στην προτροπή στον άνθρωπο να βρει τη λύση.
Στο κείμενό μου του 2013, για το έργο της Πέγκυς ξεκίναγα με δύο ρήσεις ενός από τους σημαντικότερους και ανατρεπτικότερους καλλιτέχνες του ’20ου αιώνα του Marcel Duchamp, του “εφευρέτη” των ready made, των έτοιμων αντικειμένων που ενσωματώνει ή απλά ανακηρύσσει ο καλλιτέχνης ως έργα τέχνης. Ο Duchamp έλεγε: “Η τέχνη είναι μία ψευδαίσθηση” και “Δεν είναι μία εποχή ολοκληρωμένων έργων. Είναι μία εποχή αποσπασμάτων”. Ίσως η στροφή της καλλιτέχνιδος, το ενδιαφέρον και η διερεύνησή της προς τα ready made, να ξεκινά από εκείνη την αναφορά στα λόγια του σπουδαίου γάλλου καλλιτέχνη.
Όλη η δουλειά της έχει συγγένειες με την Minimal Art, την Op Art, και φυσικά την Conceptual Art. Η τέχνη της έχει άμεση και ειλικρινή σχέση με το ελάχιστο, με το μίνιμαλ, με το ευτελές, αλλά και με τις γεωμετρικές μορφές που ορίζονται με καθαρότητα, σε σχέση με το χώρο και την πρόσληψη του θεατή.
Ενώ μένει πιστή στην αρχή της εννοιολογικής τέχνης, σχετικά με την κυριαρχία του περιεχομένου, την υπεροχή της έννοιας, της ιδέας στη φόρμα, στη μορφή, απομακρύνεται ουσιαστικά από αυτή την αρχή, μιας και το τελικό αποτέλεσμα, παρότι η ιδέα είναι κυρίαρχη, προσλαμβάνει εξ’ ίσου ουσιαστική σημασία. Η έμφαση στη χειρονακτική, χρονοβόρα, επίπονη εργασία επίσης αναγορεύεται σε κυρίαρχο συστατικό της ολοκλήρωσης του έργου της, ενώ πετυχαίνει τον απόλυτο ορθολογισμό της φόρμας. Στα χέρια της το ευτελές γίνεται ισχυρό, αναγορεύεται σε νόημα. Τα έργα της θέτουν ζητήματα όπως το εφήμερο ή τη σχέση υψηλής και ταπεινής τέχνης.
Ο νεότερος καλλιτέχνης της “συνάντησης” ο Βασίλης Γεροδήμος συγκεντρώνει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για τους νεότερους καλλιτέχνες της εποχής του. Διαθέτει ποιότητες και δυνατότητες, δυσεύρετες σε επίπεδο τεχνικής και κατασκευής έργων γλυπτικής. Οι αρετές αυτές προέρχονται τόσο από τις ίδιες τις σπουδές του, όσο και από την διάθεση έρευνας, παρατήρησης και αναζήτησης σε όλα τα επίπεδα της δημιουργίας, αλλά και στην εκτέλεση και ολοκλήρωση του έργου. Από μόνες τους αυτές οι πληροφορίες μας βεβαιώνουν για το επίπεδο τεχνικών γνώσεων και δυνατοτήτων του καλλιτέχνη. Σε δεύτερο επίπεδο μπορούμε να παρατηρήσουμε μία άλλη αρετή του, αυτή της έρευνας που συνδιαλέγεται με την ιστορία, τις παραδόσεις, τις μορφές των τόπων. Στην προσωπική του εικαστική διατύπωση εντοπίζεται ένα σύνηθες χαρακτηριστικό, της προσπάθειας συνδυασμού των αντιθέσεων. Τα αντίθετα πράγματα, υλικά διαφορετικής υπόστασης συνδέονται και η ένωση αυτή αποτελεί μία εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη.
Μετά την αρχική έμπνευση, την μελέτη του τόπου, της ιστορίας, του χώρου, και μετά την, σε δεύτερο επίπεδο, αρμονική, ομαλή και αναπάντεχη ένωση αντίθετων υλικών, αντικειμένων και πραγμάτων, στην δημιουργία του έρχεται να προστεθεί, ένα τρίτο χαρακτηριστικό, η αέναη χρήση έτοιμων, χρησιμοποιημένων αντικειμένων ή τμημάτων τους. Τα ready made του Βασίλη, σε αντίθεση με τα συνήθως καινούργια της Πέγκυς, είναι πάντα χρησιμοποιημένα. Συχνά προέρχονται από την ενδοσκοπική περιπλάνηση στην συγκεκριμένη περιοχή που αφορά το έργο, και τελικά προσλαμβάνουν μία νέα ύπαρξη.
Από τις σημειώσεις του από το πρόχειρο τετράδιο προς τη γέννηση ενός έργου, ο ίδιος ομολογεί πως καμία εικόνα δεν συντελείται εκ του μηδενός, υπάρχει ένα τραύμα, ένα θαύμα, μία εμπειρία και η ικανότητα του ανθρώπου να βλέπει πέραν του ορατού. Η ένωση αλλά και η αντιπαράθεση διαφορετικών τμημάτων υλικών κατασκευάζουν μια νέα εικόνα. Συνήθως η “συνεύρεση” μη συμβατών υλικών, μαλακών και σκληρών, ευτελών και πολύτιμων, οδηγούν στην κατασκευή μιας νέας αφήγησης. Μες τις διάφορες διαπιστώσεις, καταλήγει σε μία πολυεπίπεδη αρχή, που είναι και μαρξιστική, το ότι το ποσοτικό γίνεται ποιοτικό. Ο Εγγονόπουλος έλεγε πως το περισσότερο κόκκινο είναι πιο κόκκινο, κι ο Γεροδήμος διαπιστώνει εμπειρικά πως με την αύξηση της κλίμακας ενός αντικειμένου παράγουμε μια αλλαγή στην αντίληψη της υπόστασής του. Οι σκέψεις του συχνά εκπλήσσουν, όταν μιλά για το “κάταγμα της γραμμικότητας”, όταν πιστεύει πως “η έμπνευση σημαίνει αναγέννηση”, και όταν ομολογώντας την συνεισφορά του θεατή στην τέχνη λέει: “τα έργα αλλάζουν όταν εκτίθενται”. Πολλά από τα έργα έχουν εκτεθεί το 2017 στην ατομική του με τίτλο “Χασμωδία” στην Γκαλερί Ε. Τσέλιου.
Το έργο “Γέννηση”, του 2013, συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά και όλες τις αρετές και εφευρέσεις του Γεροδήμου, σε επίπεδο έμπνευσης, τεχνικής, μορφής, αισθητικής και εννοιολογικού πλαισίου. Το έργο στην απαρχή του έχει ένα συμβολικό και συναισθηματικό χαρακτήρα, μιας και δημιουργήθηκε στην περίοδο αναμονής γέννησης του πρώτου του μωρού. Οπτικά παρατηρούμε την παράθεση σε ύψος δύο υλικών, λευκού χαρτιού και γύψου χρώματος κεραμιδί, ενώ επιτυγχάνεται η αρμονική και αβίαστη ένωση διαφορετικών υλικών. Το έργο “γεννήθηκε” από το χαρτί, από μία στοίβα χαρτιών, στο κέντρο των οποίων ο καλλιτέχνης δημιούργησε μία τρύπα, όπου χύτευσε γύψο. Χυτεύοντας το χαρτί που αφαιρέθηκε δημιούργησε το αποτύπωμά του. Ο ίδιος θεωρεί πως αφαιρώντας το μισό χαρτί, το κόκκινο του γύψου διαπερνά τις σελίδες, ενώ το άσπρο του χαρτιού λειτουργεί σαν δαχτυλίδι. Αντιθετικά στοιχεία της ύλης, της φόρμας, του χρώματος, της ιδέας, όπου πρακτικά το κενό γέννησε τον όγκο, αναπαράγοντας τις ιδιότητες του χαρτιού. Εννοιολογικά αλλά κυρίως τεχνικά γεννά μία φόρμα σαν από μια μήτρα, όπως αυτή που γέννησε το παιδί του. Στις “Τομές”, του 2014, παρατηρούμε την συνεύρεση ευτελών υλικών, όπως χαρτονιών χρώματος γκρι με ξύλο σε κάθετη παράθεση. Η ποιητικότητα της ύλης. Ίσως από εδώ προέρχεται “το κάταγμα της γραμμικότητας” στις σημειώσεις του.
Η “Χασμωδία # 1”, του 2017, το έργο της πρόσκλησης σε επίπεδο μορφής αποτελεί ίσως το πιο εντυπωσιακό έργο. Πάλι έχουμε την χρήση αντιθετικών στοιχείων, σκληρών και μαλακών υλικών, την ευρηματική ένωση χρησιμοποιημένων αντικειμένων, όπως τμήμα από εκσκαφέα με τμήμα από καουτσούκ. Το γλυπτό δίνει την εντύπωση κινούμενης ανθρώπινης μορφής με μπέρτα και κουκούλα. Στην “Χασμωδία # 3”, ενώνεται μπλε σκούρο χαρτί, με κόκκινο μάρμαρο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για πεταμένα υλικά, χαρτί και τεμάχιο σπασμένου νεροχύτη. Η αποθέωση του ευτελούς και η ανάδειξή του σε μνημειακό παρά τις μικρές διαστάσεις του. Η συγγένεια που βρίσκει στα δύο υλικά έχει να κάνει με την ιδιότητα, οριζόντιων γραμμών στη σύσταση και των δύο. Επιθυμία του είναι να εναρμονίσει και να εξισώσει τα αντιθετικά στοιχεία, τις διαφορετικές αντοχές, την διαφορετική όψη. Ο ίδιος ομολογεί πως πολύ συχνά η έμπνευσή του εμφανίζεται κατά τους περιπάτους του στην περιοχή του Ταύρου, όπου περιδιαβαίνοντας τα στενά καλυβάκια και σοκάκια ανακαλύπτει πεταμένα αντικείμενα και υλικά, τα οποία κινητοποιούν την δημιουργικότητά του. Αντίστοιχα στη “Χασμωδία # 2”, 2017, η συνάντηση ξύλου με πολυστερίνη δημιουργεί μικρές κατασκευές σαν σπιτάκια.
Στα έργα “Μεταποίηση # 3” και “Μεταποίηση # 8”, έργα πάντα του 2017, πετυχαίνει την αντίθεση με τα υλικά και με το θέμα. Το πρώτο είναι ένα collage από εικόνες από εφημερίδες, από ένα τμήμα μαρμάρου από ανασκαφή και από τμήμα υφάσματος ρούχου διαδηλώτριας. Αντίστοιχα στο δεύτερο ενώνει τμήμα από σακάκι ανθρώπου από το χρηματιστήριο και στο κάτω μέρος από μπλούζα πρόσφυγα που ήρθε στην Ελλάδα. Από τις εικόνες, μέσω των υλικών και των αντίθετων θεμάτων, καταφέρνει το αιφνιδιαστικό και το αναπάντεχο. Σε επίπεδο τεχνικής ξαφνιάζει, τόσο στα collages όσο και στα γλυπτά, γιατί τα αντίθετα ενώνονται σε κάποιο σημείο αρμονικά, χωρίς τριβή, ομαλά, μπορούν να συνυπάρξουν, σαν να αγκαλιάζονται, σαν να ήταν πάντα μαζί, σαν να είναι ένα. Έντονη η ιδέα, με βάση πολιτική και κοινωνική, ενώ σε επίπεδο μορφής επίσης ξαφνιάζει, επειδή μοιάζει να αναπαράγει φόρμες μπαρόκ, με έντονα κυματιστά στοιχεία. Η “Μεταποίηση # 1” 2017, ενώνει μάρμαρο με χυτοσίδηρο, με αντίθεση στις φόρμες, στα υλικά, στα χρώματα, το λευκό με το χάλκινο. Μία άλλη σειρά έργων οι “Χασμωδία # 4,5,7”, 2017, αναδεικνύουν ένα νέο υλικό, τεμάχια από ακτινολογικό φιλμ, τα οποία παρουσιάζει σε κάδρα με πλαίσια αναβαθμίζοντάς τα σε κεντρικό θέμα.
Το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών για τα υλικά και τα αντικείμενα, καθώς και η επιθυμία τους για ξεχωριστή, αναγνωρίσιμη, ύλη, για πρωτοτυπία εφευρετικότητα και μοναδικότητα επανέρχεται και αναζωογονείται. Λαμπρό παράδειγμα από την πρόσφατη Documenta 14, με το εντυπωσιακό, φαραωνικό έργο, στο Cassel, τον “Παρθενώνα” της Μάρτα Μινουχίν, με τα 100.000 απαγορευμένα βιβλία, ως πρώτη ύλη και δομικό υλικό. Η εφαρμογή μιας σκέψης, η σύνδεση με την Ελλάδα, τον Παρθενώνα, την δημοκρατία, την πρώτη ύλη της υπόστασης του μνημείου, με αντιθετικό στοιχείο τον φασισμό, τον αυταρχισμό στην εικόνα των απαγορευμένων βιβλίων.
Η ιδιαίτερη χρήση της ύλης, με επιλογή συγκεκριμένων υλικών, αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο και για τους τρεις καλλιτέχνες μας και μία αυθεντική, πρωτότυπη πρόταση δημιουργίας, με συνέχεια στις δεκαετίες, καθώς και μία αφήγηση με νύξεις με κοινωνικό, πολιτικό και αισθητικό υπόβαθρο. Η λιτή αναδρομή στο έργο του Κατζουράκη αποκαλύπτει την ποιότητα, την πρωτοτυπία και τη συνέχεια της δημιουργίας του. Τα έργα των τριών καλλιτεχνών, των διαφορετικών γενιών, αποτελούν μία γενναία και ισχυρή πρόταση σε όλα τα επίπεδα. Στο εννοιολογικό, στο επίπεδο της φόρμας, στην εκτέλεση, στην ολοκλήρωση, και γι’ αυτό το τελικό αποτέλεσμα, μετά το ξάφνιασμα του υλικού, οδηγεί σε αισθητική απόλαυση και ανάταση ψυχής. Είναι το απείκασμα της ιδέας, της μορφής και του αισθητικού αποτελέσματος με τελείως προσωπικό και αναγνωρίσιμο τρόπο.
Δρ Λίνα Τσίκουτα-Δεϊμέζη
Ιστορικός τέχνης
Επιμελήτρια Εθνικής Πινακοθήκης
1. Περισσότερα στοιχεία στην ανακοίνωση της Λίνας Τσίκουτα με τίτλο “Ο Pierre Restany και οι Έλληνες καλλιτέχνες στο Παρίσι”, στο Γ’ Συνέδριο Ιστορίας της Τέχνης, με θέμα “Η Τέχνη του 20ου αιώνα : Ιστορία-Θεωρία-Εμπειρία”, 2007, Έκδοση ΑΠΘ , Θεσσαλονίκη 2009.
2. Το 2013, στο χώρο τέχνης Camp, στην Ομόνοια οργανώθηκε μία ιδιαίτερη έκθεση με τίτλο “Η ύλη ως αφήγηση”, πάνω σε μία ιδέα των καλλιτεχνών Γιώργου Διβάρη και Κώστα Χριστόπουλου και επιμέλεια Λίνας Τσίκουτα. Στους 3 ορόφους του χώρου παρουσιάστηκαν έργα όλων αυτών των καλλιτεχνών, κατά γενιές από τη δεκαετία του 1960 έως το 2000-2010.
3. Περισσότερα στοιχεία, στον κατάλογο “Το Σκιάχτρο – The Scarecrow”, Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ, Μέτσοβο, 2006.